φλουροκαπνισμένος

φλουροκαπνισμένος
και φλωροκαπνισμένος, -η, -ο, Ν
1. επιχρυσωμένος
2. ξανθός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλουρί / φλωρί + καπνισμένος (< καπνίζω), πρβλ. μαλαμο-καπνισμένος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φλουροκαπνισμένος — φλουροκαπνισμένος, η, ο και φλωροκαπνισμένος, η, ο ο μαλαμοκαπνισμένος, ο επιχρυσωμένος, ο ξανθός στο χρώμα: Και σμίγ η τρίχα των μαλλιών η φλουροκαπνισμένη μ άσπρα μαλλιά (Ι. Γρυπάρης) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φλωροκαπνισμένος — η, ο, Ν βλ. φλουροκαπνισμένος …   Dictionary of Greek

  • φλωροκαπνισμένος — η, ο βλ. φλουροκαπνισμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”